τόφρα — up to indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόφρα — Α επίρρ. 1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῡτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.) 2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.) 3. (αναφορ.) όφρα* … Dictionary of Greek
τόφρ' — τόφρα , τόφρα up to indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφρα — ὄφρα (Α) (σύνδ. συσχετιστικός τού τόφρα) Ι. (τελικ.) 1. για να, με σκοπό να 2. συντάσσεται: α) με υποτ. μετά από αρκτ. χρόνους και προστ. καθώς και μετά από ιστ. χρόνους β) με ευκτ. μετά από ιστορικούς χρόνους II. χρον. 1. κατά τον χρόνο που 2.… … Dictionary of Greek
εύτε — εὖτε, επικ., ιων. και ποιητ. τ., σπαν. σε τραγ., ποτέ σε κωμ. και αττ. πεζ. (Α) επίρρ. 1. χρον. (με ορστ., για ορισμένο γεγονός στο παρελθόν, συν. με διάφ. μόρια στην πρόταση που ακολουθεί, όπως ἔνθα, τῆμος δή, τόφρα δέ) όταν, τον καιρό που 2.… … Dictionary of Greek
μέσφα — μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α) επίρρ. 1. μέχρι, έως («μέσφ ἠοῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου 3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ… … Dictionary of Greek